-
1 τζάμι
[дзами] ουσ. о. стекло,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τζάμι
-
2 окно
1. (отверстие) το άνοιγμα, η θυρίδα, η οπή, η τρύπα 2. (застеклённая рама, закрывающая отверстие в стене для света и воздуха) το παράθυροвенецианское - βενετσιάνικο/ενετικό (ζωγραφιστό) -глухое - τυφλό -, το ψευδοπαράθυροРусско-греческий словарь научных и технических терминов > окно
-
3 мечеть
-
4 стекло
стекло с 1) το γυαλί; το τζάμι (оконное ) 2) (изделия ) τα γυαλικά* * *с1) το γυαλί; το τζάμι ( оконное)2) ( изделия) τα γυαλικά -
5 бить
бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.1. χτυπώ, πλήττω•бить молотком χτυπώ με το σφυρί.
2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.
3. δέρνω•не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.
4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•бить врага χτυπώ τον εχθρό.
5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).
7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стекло σπάζω το τζάμι.
8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•
бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.
9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•
звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.
10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•бить ключом αναβλύζω.
|| μτφ. κοχλάζω.11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.
12. τσοκανίζω, κόβω•бить монету κόβω κέρματα.
εκφρ.бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•бить поклоны – παλ. κάνω μετάνοιες•бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•- в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•бить мимо цели – αστοχώ•бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).1. μάχομαι•биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.
2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.
3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•
биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.
4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.
5. πονοκεφαλώ•биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.
6. πάλλω•сердце бьется η καρδιά χτυπά.
7. σπάζω, θραύομαι.εκφρ.бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•биться об заклад – παλ. στοιχηματίζω. -
6 стекло
-а, πλθ. стёкла, -кол, -клам ουδ.1. γυαλί, ύαλος•производство -кла η παραγωγή γυαλιού•
стекло лампы το γυαλί της λάμπας.
2. τζάμι, γυαλί, υαλοπίνακας•оконное стекло το τζάμι του παραθυριού.
3. αθρσ. τα γυαλικά, τα γυάλινα σκεύη.εκφρ.зажигательное стекло – συγκλίνων ή συγκεντρωτικός φακός•увеличительное стекло – μεγεθυντικός φακός. -
7 дверь
η θύρ/α, разг. η πόρτα (ξεν.)на-вешивать - κρεμώ/τοποθετώ τη -бортовая мор. - πλευρική -бортовая грузовая мор. - πλευρική - φόρτωσηςвентиляционная - ηαεροθυρίδα, το άνοιγμα της διόδου αέροςводонепроницаемая - с клиновыми индивидуальными задрайками мор. στεγανή - με σφηνοειδή ξεχωριστά κλείστραводонепроницаемая - с индивидуальными задрайками на раме мор. στεγανή - με ξεχωριστά κλείστρα στο πλαίσιοводонепроницаемая - с клиновыми задрайками и с тягами мор. στεγανή - με σφηνοειδή κλείστρα και με μοχλούςводонепроницаемая - с центральным задраиванием мор. στεγανή - με κεντρικό σύστημα κλεισίματοςгерметичная - ερμητική -, στεγανή -каютная мор. - του θαλάμου/της καμπίναςклинкетная вертикальная - с электроручным приводом мор. ολισθαίνουσα κάθετη ηλεκτροχειροκίνητη -лацпортная мор. - του παραπέτουнаружная - рулевой рубки мор. εξωτερική - της γέφυραςнесгораемая - с жалюзи мор. πυρίμαχη - με περσίδεςодностворчатая - см. однопольная -остеклённая - με γυαλί/τζάμι, η υαλόθυραпереборочная - мор. η πόρτα-φράχτηςплоская - κρυφή -, επίπεδη -пожарная - ανά-γκης/κινδύνουпри закрытых - ях юр. κεκλεισμένων των - ών- с вентиляционной филенкой мор. - με περσίδες εξαερισμούстальная водонепроницаемая навесная наружная - мор. χαλύβδινη υδατοστεγανή κρεμαστή εξωτερική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дверь
-
8 желобок
το μικρό λούκι, το αυλάκι- ки дверей направляющие οι οδηγοί-λούκια θυρών, τα αυλάκια θυρώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > желобок
-
9 стекло
η ύαλος, разг. το γυαλίармированное - ενισχυμένη -, οπλισμένη -витринное - ο υαλοπίνακας των προθηκών/βιτρινώνводомерное - ο υδατοδείκτης, ο υδροδείκτηςлистовое - οι υαλοπίνακες (πλ.)лобовое - (авто) το αλε-ξήνεμο, το αλεξιανέμιο, разг. το παρμπρίζ (ξεν.)натриевое - βοημική -, η στεφανύαλοςнепрозрачное - θολή -, αδιαφανής -оконное - ο υαλοπίνακας, το κρύσταλλοο κρύσταλλος, разг. το τζάμιочковое - για ομματογυάλια/γυαλιάпрофильное - см. стеклопрофилитсвинцовое - με βάση μολύβδου, η μολυβδύαλοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > стекло
-
10 узор
το (διακοσμητικό) σχέδιοморозный - παγωνιάς (στο τζάμι).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узор
-
11 выдавить
выдавитьсов, выдавливать несов1. (выжимать) στίβω, ἐκθλίβω, ἐκπιέζω, συνθλίβω, ζουλώ·2. перен κάνω, βγάζω κάτι μέ τό ζόρι:выдавить улыбку χαμογελώ μέ τό ζόρι· выдавить слезу́ βγάζω μέ τό ζόρι Ενα δάκρυ·3. (выломать) ρίχνω, γκρεμίζω:\выдавить стекло́ а) σπάζω τό τζάμι (оконное), б) σπάζω τά γυαλιά (очков). -
12 мечеть
мечетьж τό τζαμί. -
13 стекло
стеклос τό γυαλί, ἡ ὕαλος:оконное \стекло τό τζάμι· зеркальное \стекло τό γυαλί τοῦ καθρέπτη· увеличительное \стекло ὁ μεγεθυντικός φακός· стекла (очков) τά γυαλιά. -
14 мечеть
[μιτσιέτ'] ουσ. θ. τζαμί -
15 мечеть
[μιτσιέτ'] ουσ θ τζαμί -
16 вспотеть
-ею, -еешь, ρ.σ. κυρλξ. κ. μτφ. ιδρώνω•ребенок -ел το παιδάκι ίδρωσε•
стекло -ло το τζάμι ίδρωσε (γέμισε υδρατμούς).
-
17 выбить
-бью, -бьешь, προστκ. выбей ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•выбить стекло σπάζω το τζάμι•
выбить дверь σπάζω την πόρτα•
выбить зуб σπάζω το δόντι.
|| εκβάλλω, βγάζω, εκδιώκω•выбить врага из окопов βγάζω τον εχθρό από τα χαρακώματα.
2. ξεσκονίζω χτυπώντας•выбить ковер ξεσκονίζω το χαλί με χτυπήματα.
3. καταστρέφω, χαλνώ•рожь -та градом η βρίζα χάλασε από το χαλάζι,
4. βαθουλώνω, κάνω λακκούβα χτυπώντας• κόβω, βγάζω ανάγλυφο (κέρματα, μετάλλια κ.τ.τ.).5. πλατύνω, εκλεπτύνω σφυρηλατώντας,εκφρ.выбить дорогу – ανοίγω δρόμο (με τη συχνή διάβαση οχημάτων).1. διεξέρχομαι,βγαίνω διασχίζοντας, διασχίζω. || απαλλάσσομαι•выбить из нищеты βγαίνω από τη φτώχεια•
выбить из долгов ξεχρεώνομαι.
2. βγαίνω, εξέρχομαι στην επιφάνεια, αναφαίνομαι (για νερό, φωτιά, φύτρες κ.τ.τ.).εξέχω•волосы -лись из-под шляпы τα μαλλιά βγήκαν κάτω από το καπέλλο.
εκφρ.выбить в люди – βγαίνω στην κοινωνία (αποκτώ κοινωνική πείρα). выбить на дорогу ευδοκιώ, προκόβω στην κοινωνία•выбить из графика ή расписания – παραβιάζω το δρομολόγιο•выбить из сил – αποκάμνω, κατεξαντλούμαι. -
18 загрязнить
ρ.σ.μ.1. λερώνω, λασπώνω, κηλιδώνω•загрязнить одежду λερώνω το ένδυμα• загрязнить ‘пол λερώνω το πάτωμα•
загрязнить руки λερώνω τα χέρια.
2. μτφ. ατιμάζω, καταισχύνω, σπιλώνω,λερώνω, -ομαι•отекло -лось το γυαλί (τζάμι) λέρωσε.
-
19 мёрзлый
επ.1. παγωμένος•-ая грязь παγωμένη λάσπη•
-ое стекло окна το παγωμένο τζάμι του παράθυρου.
2. παλ. πεθαμένος (νεκρός) από το κρύο. || ξεπαγιασμένος. || ευαίσθητος στο κρύο.3. κρύος, ψυχρός, κρυαδερός, παγερός. -
20 мечеть
-и θ.το τζαμί.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
τζάμι — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… … Dictionary of Greek
τζαμί — Ο ιερός χώρος, ο τόπος συγκέντρωσης και προσευχής, ο ναός των μουσουλμάνων. Τα κύρια στοιχεία που υπάρχουν σε κάθε τ. είναι ο κυρίως ναός με το μιχράμπ (το ιερό) και ο μιναρές. Τα στοιχεία αυτά, ωστόσο δεν οδηγούν αναγκαστικά στη σύνθεση μιας… … Dictionary of Greek
Άζχαρ τζαμί — Τζαμί στο Κάιρο, σημαντικότατο κέντρο της μουσουλμανικής παιδείας. Ιδρύθηκε τον 10ο αι. και στεγάζει βιβλιοθήκη και θεολογική σχολή. Από το Ά.τ. αποφοίτησαν πολλοί Αιγύπτιοι που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της πολιτικής και κοινωνικής… … Dictionary of Greek
τζάμι — το ιού (λ. τουρκ.), γυαλί, υαλοπίνακας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τζαμί — το ιού (λ. τουρκ.), μουσουλμανικός ναός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καχριέ τζαμί — Βυζαντινό μοναστήρι στην Κωνσταντινούπολη, η γνωστή Μονή της Χώρας, που μετατράπηκε σε τζαμί το 1511 (η ονομασία του σημαίνει στα ελληνικά τζαμί της νίκης). Η μονή αρχικά ήταν χτισμένη έξω από τα τείχη της πόλης, όταν όμως αυτά διευρύνθηκαν από… … Dictionary of Greek
Μπλε Τζαμί — Βλ. λ. Αχμεδιέ … Dictionary of Greek
Ταλχατάν - Μπαμπά — Τζαμί μαυσωλείο στη Στάρι Μερβ της Τουρκμενίας. Είναι σπουδαίο μνημείο αρχιτεκτονικής της Μέσης Ασίας του τέλους του 11ου αι. Πρόκεται για θολωτό κτίριο, με κεντητό χτίσιμο από τούβλο. Διακρίνεται για τη λεπτή αρμονικότητα της διακόσμησης και των … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Κωνσταντινούπολη — (τουρκ. Istanbul). Πόλη (8.831.805 κάτ. το 2000) της ευρωπαϊκής Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.220 τ. χλμ., 10.018.735 κάτ.). Είναι χτισμένη στις δύο πλευρές του Κεράτιου κόλπου (τουρκ. Halic) στο στόμιο του Βοσπόρου (τουρκ.… … Dictionary of Greek
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek